- αποδότης
- Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή και την ανύψωση των δεματίων των διαφόρων γεωργικών προϊόντων (σιτηρών, σανού κ.ά.), όταν αυτά πρόκειται να φορτωθούν, να τοποθετηθούν στην αλωνιστική μηχανή κλπ. Αποτελείται από ένα μακρύ ξύλινο στειλιάρι και μια σιδερένια ή ξύλινη διχάλα με δύο ή και τρία δόντια, μακριά και κυρτά.
* * *ο (Μ ἀποδότης)νεοελλ.1. ο εργάτης που μεταφέρει λάσπη στους χτίστες2. γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το φόρτωμα σταριού, σανού κ.λπ.μσν.αυτός που ανταποδίδει κάτι σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.